- καψύλιο
- τοβλ. καψούλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καψούλι — και καψύλιο και καψύλλιο(ν), το 1. το εμπύρευμα*. 2. περίβλημα φαρμάκων, κάψουλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. capsule. Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. καψύλλια, μαρτυρείται από το 1833 (έναρξη εκδόσεως) στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής… … Dictionary of Greek
περίστροφο — Ατομικό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο για βολή με το ένα χέρι. Η επαναληπτική βολή επιτυγχάνεται με την περιστροφή της φυσιγγιοθήκης, που έχει τη μορφή κυλίνδρου. Το όπλο αυτό χρησιμοποιείται εναντίον στόχων, που απέχουν λιγότερο από 50 μ. Ο… … Dictionary of Greek